διεξοδικοῦ

διεξοδικοῦ
διεξοδικός
of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διεξοδικότητα — η 1. η ιδιότητα τού διεξοδικού 2. διεξοδική διήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεξοδικός. Η λ. διεξοδικότης μαρτυρείται από το 1873 στον Νικόλ. Κονεμένο] …   Dictionary of Greek

  • διεξοδικότητα — η η ιδιότητα του διεξοδικού: Η αστυνομία ζητάει διεξοδικότητα στις καταθέσεις των μαρτύρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”